Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα είναι μια παθολογική κατάσταση του ώμου που προσβάλλει συνήθως άτομα πάνω από την ηλικία των 40 ετών και χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση και συσσώρευση ασβεστίου (κρυστάλλων υδροξυαπατίτη) στους τένοντες του στροφικού πετάλου του ώμου. Αυτή η εναπόθεση εντοπίζεται συνήθως ελαφρώς κεντρικότερα από την κατάφυση του υπερακανθίου και παρόμοιες αλλοιώσεις μπορούν να παρατηρηθούν σε τένοντες και συνδέσμους και σε άλλα μέρη του σώματος (ποδοκνημική, γόνατο, ισχίο και αγκώνα).
Η ακρωμιοκλειδική άρθρωση εντοπίζεται στην ανατομική περιοχή της ωμικής ζώνης και αποτελεί την σύνδεση μεταξύ του περιφερικού άκρου της κλείδας και της ωμοπλάτης καθώς το ακρώμιο είναι ανατομικό μέρος της ωμοπλάτης και αποτελεί την οστική προεξοχή που γίνεται αισθητή στον ώμο.
Ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς βρίσκεται στο πρόσθιο διαμέρισμα του βραχιονίου και συνδέει τον ώμο με τον πήχη. Πρόκειται για έναν πολύ ισχυρό μυ, ο οποίος, σε συνεργασία με τον πρόσθιο βραχιόνιο, είναι υπεύθυνος για την κάμψη του αγκώνα.
Ο όρος «παγωμένος ώμος» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία σαφή κλινική οντότητα που χαρακτηρίζεται από προοδευτικό πόνο και δυσκαμψία του ώμου. Τα αίτια της πάθησης δεν είναι απόλυτα γνωστά
Η οστεοαρθρίτιδα του ώμου είναι η φθορά των αρθρικών επιφανειών της άρθρωσης του ώμου. Είναι μια εκφυλιστική πάθηση, δηλαδή με την πάροδο της ηλικίας αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισής της.
Η άρθρωση του ώμου (γληνοβραχιόνιος άρθρωση) είναι μια διάρθρωση που αποτελείται από την κεφαλή του βραχιονίου και την ωμογλήνη, μέρος του οστού της ωμοπλάτης. Πρόκειται μια μια σφαιροειδούς τύπου άρθρωση με μεγάλη κινητικότητα και μειωμένη όμως σταθερότητα.
Στο ανώτερο τμήμα του επιχείλιου χόνδρου καταφύεται η μακρά κεφαλή του δικέφαλου βραχιονίου.