Τι είναι το σύνδρομο πρόσκρουσης του ώμου; 
Το σύνδρομο υπακρωμιακής πρόσκρουσης είναι η κοινότερη πάθηση της άρθρωσης του ώμου. Συμβαίνει όταν οι τένοντες του στροφικού πετάλου και ο υπακρωμιακός ορογόνος θύλακος “στριμώχνονται” στο χώρο που σχηματίζεται από το ακρώμιο και την κεφαλή του βραχιόνιου οστού. Αυτό προκαλεί φλεγμονή και οίδημα στους τένοντες και στον ορογόνο θύλακο με αποτέλεσμα ο υπακρωμιακός χώρος να γίνεται λειτουργικά ακόμα πιο στενός οδηγώντας έτσι σε ένα φαύλο κύκλο.
Το σύνδρομο εμφανίζεται κλινικά με πόνο στη περιοχή του ώμου ή/και στην άνω και έξω περιοχή του βραχίονα, ο οποίος επιδεινώνεται συνήθως με τις κινήσεις του ώμου και ειδικά στη κάμψη (προς τα εμπρός), απαγωγή (προς το πλάι), και σε δραστηριότητες που απαιτούν την άνωθεν της κεφαλής κίνηση του άνω άκρου. Σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις, με σημαντική τενοντοπάθεια είναι συχνός και ο νυχτερινός πόνος.
Αίτια του συνδρόμου πρόσκρουσης του ώμου.
Κύρια αίτια του συνδρόμου αποτελούν ο τρόπος ζωής του σύγχρονου ανθρώπου με δραστηριότητες που απαιτούν κινήσεις του ώμου άνωθεν της κεφαλής (overhead activities), το αδύναμο μυϊκό σύστημα της ωμικής ζώνης και το ιστορικό τραυματισμού στον ώμο. Επίσης οι ανατομικές παραλλαγές του σχήματος του ακρωμίου (3 τύποι) και οι εκφυλιστικές αλλιώσεις με εμφάνιση οστεόφυτων στην κάτω επιφάνεια του ακρωμίου και της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης. Η διαγνωστική προσπέλαση της πάθησης απαιτεί καλή  κλινική εξέταση και αν κρίνεται σκόπιμο ολοκληρώνεται και με ακτινολογικά μέσα (Ακτινογραφίες, Υπερηχογράφημα, Μαγνητική τομογραφία).
Αντιμετώπιση του συνδρόμου πρόσκρουσης του ώμου
Ως επί το πλείστον, η αντιμετώπιση του προβλήματος είναι συντηρητική και περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, φυσικοθεραπεία ενώ τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και βιολογικές θεραπείες όπως το PRP (Platelet Rich Plasma – Πλάσμα Πλούσιο σε Αιμοπετάλια).
Σε περιπτώσεις στις οποίες η συντηρητική αγωγή δεν επιτυγχάνει τα επιθυμητά αποτελέσματα τότε υπάρχει η λύση της χειρουργικής επέμβασης, η οποία γίνεται με αρθροσκοπικές τεχνικές (μικρές τομές στο δέρμα και χρήση κάμερας) οπότε και γίνεται αποσυμπίεση του υπακρωμιακού χώρου και επιδιόρθωση όλων των βλαβών, χωρίς να απαιτείται η παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο, με ταχεία αποκατάσταση και ελάχιστο πόνο.
Τι είναι η ρήξη του στροφικού πετάλου του ώμου;
Το στροφικό πέταλο του ώμου σχηματίζεται από τους τένοντες τεσσάρων μυών: υπερακάνθιο, υπακάνθιο, υποπλάτιο και έλασσων στρογγύλο. Και οι τέσσερις αυτοί τένοντες καταλήγουν στην κεφαλή του βραχιονίου οστού σχηματίζοντας ένα πέταλο το οποίο είναι υπεύθυνο για τη σταθεροποίηση και τις στροφικές κινήσεις του ώμου.
Η ρήξη του στροφικού πετάλου μπορεί να αφορά έναν ή περισσότερους τένοντες, να είναι μερικού ή ολικού πάχους και μερικού ή ολικού (μαζική) πλάτους. Τα συμπτώματα που εμφανίζονται ποικίλλουν ανάλογα με το είδος και το μέγεθος της ρήξης και κυρίως αφορούν πόνο στην περιοχή του ώμου και της άνω και έξω επιφάνειας του βραχίονα ειδικά κατά τη κίνηση και μπορεί να φτάσουν μέχρι και σε πλήρη αδυναμία κίνησης του ώμου.
Αίτια ρήξεως του στροφικού πετάλου του ώμου. 
Η ρήξη του στροφικού πετάλου του ώμου μπορεί να είναι τραυματικής ή εκφυλιστικής αιτιολογίας. Η τραυματική ρήξη παρατηρείται συνήθως σε άτομα τα οποία έχουν έντονη κινητική δραστηριότητα (αθλητές, χειρονάκτες) ή μετά από ατυχήματα. Η εκφυλιστική ρήξη, η οποία είναι και η πιο συχνή, παρατηρείται συνήθως από τη 5η δεκαετία της ζωής μας και μπορεί να οφείλεται σε σύνδρομο υπακρωμιακής πρόσκρουσης,  πολλαπλούς μικροτραυματισμούς, κ.α.
Αντιμετώπιση της ρήξεως του στροφικού πετάλου του ώμου.
Αφού ολοκληρωθεί η διαγνωστική προσπέλαση της πάθησης τόσο κλινικά όσο και ακτινολογικά (ακτινογραφίες, υπέρηχο, Μαγνητική τομογραφία) και έχει ξεκαθαρίσει η φύση του προβλήματος, καθορίζεται ο τρόπος αντιμετώπισης ανάλογα και με τις ανάγκες του ασθενή. Σε περιπτώσεις μερικού πάχους ρήξης συνήθως επιλέγεται συντηρητική αντιμετώπιση με φυσικοθεραπεία, φαρμακευτική αγωγή και βιολογικές θεραπείες (έγχυση στον ώμο αυξητικών παραγόντων – PRP).
Αν η συντηρητική αντιμετώπιση αποτύχει ή αν το μέγεθος της ρήξεως είναι  μεγάλο τότε απαιτείται χειρουργική αντιμετώπιση της βλάβης με αρθροσκοπικές τεχνικές οι οποίες, σε αντίθεση με τις κλασσικές ανοιχτές τεχνικές, επιτρέπουν καλύτερη επισκόπηση του ώμου αλλά ταυτόχρονα προσφέρουν και αποτελεσματικές τεχνικές συρραφής των ρήξεων με ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο, έξοδο από το νοσοκομείο ακόμα και αυθημερόν και ταχύτερη αποκατάσταση.
Σε μεγαλύτερες (μαζικές) ρήξεις του στροφικού πετάλου είναι πιθανόν η απλή αρθροσκοπική συρραφή να μην είναι αρκετή και να απαιτείται συνδυασμός και άλλων πιο εξειδικευμένων τεχνικών όπως η χρήση μοσχευμάτων.
Σε ακόμα μεγαλύτερες ή/και παραμελημένες βλάβες στις οποίες δεν είναι  δυνατή η επιδιόρθωση των τενόντιων βλαβών τότε οι λύσεις είναι ακόμα πιο απαιτητικές όπως η τένοντομεταφορά του πλατύ ραχιαίου, η τοποθέτηση ενδοαρθρικού διατεινόμενου μπαλονιού ή στην περίπτωση που υπάρχει ήδη εγκατεστημένη αρθρίτιδα (αρθροπάθεια του στροφικού πετάλου) η ανάστροφη ολική αρθροπλαστική του ώμου η οποία και επαναφέρει τη λειτουργικότητα της αρθρώσεως κάτι το οποίο πριν από μερικά χρόνια ήταν αδύνατο.

Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα είναι μια παθολογική κατάσταση του ώμου που προσβάλλει συνήθως άτομα πάνω από την ηλικία των 40 ετών και χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση και συσσώρευση ασβεστίου (κρυστάλλων υδροξυαπατίτη) στους τένοντες του στροφικού πετάλου του ώμου. Αυτή η εναπόθεση εντοπίζεται συνήθως ελαφρώς κεντρικότερα από την κατάφυση του υπερακανθίου και παρόμοιες αλλοιώσεις μπορούν να παρατηρηθούν σε τένοντες και συνδέσμους και σε άλλα μέρη του σώματος (ποδοκνημική, γόνατο, ισχίο και αγκώνα).

Η ακρωμιοκλειδική άρθρωση εντοπίζεται στην ανατομική περιοχή της ωμικής ζώνης και αποτελεί την σύνδεση μεταξύ του περιφερικού άκρου της κλείδας και της ωμοπλάτης καθώς το ακρώμιο είναι ανατομικό μέρος της ωμοπλάτης και αποτελεί την οστική προεξοχή που γίνεται αισθητή στον ώμο.

Ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς βρίσκεται στο πρόσθιο διαμέρισμα του βραχιονίου και συνδέει τον ώμο με τον πήχη. Πρόκειται για έναν πολύ ισχυρό μυ, ο οποίος, σε συνεργασία με τον πρόσθιο βραχιόνιο, είναι υπεύθυνος για την κάμψη του αγκώνα.

Ο όρος «παγωμένος ώμος» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία σαφή κλινική οντότητα που χαρακτηρίζεται από προοδευτικό πόνο και δυσκαμψία του ώμου. Τα αίτια της πάθησης δεν είναι απόλυτα γνωστά

Η οστεοαρθρίτιδα του ώμου είναι η φθορά των αρθρικών επιφανειών της άρθρωσης του ώμου. Είναι μια εκφυλιστική πάθηση, δηλαδή με την πάροδο της ηλικίας αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισής της.

Η άρθρωση του ώμου (γληνοβραχιόνιος άρθρωση) είναι μια διάρθρωση που αποτελείται από την κεφαλή του βραχιονίου και την ωμογλήνη, μέρος του οστού της ωμοπλάτης. Πρόκειται μια μια σφαιροειδούς τύπου άρθρωση με μεγάλη κινητικότητα και μειωμένη όμως σταθερότητα.

Το εξάρθρημα του ώμου είναι το συχνότερο εξάρθρημα στο ανθρώπινο σώμα. Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αλλά κυρίως οφείλεται στην δυνατότητα της άρθρωσης να διαγραφεί ένα πολύ μεγάλο εύρος κίνησης.
Τι καλούμε εξάρθρημα του ώμου 
Εξάρθρημα του ώμου είναι καλούμε την κατάσταση  στην οποία η κεφαλή του βραχιόνιου οστού παρεκτοπίζεται σε σχέση με την ωμογλήνη. Η παρεκτόπιση της κεφαλής του βραχιονίου οστού μπορεί να είναι πρόσθια, οπίσθια, προς τα κάτω ή προς τα άνω. Συνηθέστερο εξάρθρημα αποτελεί το πρόσθιο σε ένα ποσοστό άνω του 90%, λόγω της ανατομικής δομής του ώμου αλλά και των μηχανισμών κάκωσης.
Επίσης μερικές φορές, ιδιαίτερα σε ασθενείς με οστεοπόρωση ή μετά από κακώσεις υψηλής ενέργειας, το εξάρθρημα μπορεί να συνοδεύεται και από κάταγμα.
Διάγνωση 
Η διάγνωση του εξαρθρήματος του ώμου είναι πρωτίστως κλινική και είναι άμεσα αντιληπτό από τον ίδιο τον ασθενή. Η κάκωση αυτή αποτελεί επείγουσα κατάσταση και απαιτεί άμεση αντιμετώπιση ακόμα και χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η διαγνωστική προσπέλαση εάν αυτή δεν είναι άμεσα εφικτή. Σε οργανωμένα κέντρα απαραίτητη είναι η εξέταση με ακτινογραφίες και κατόπιν η ανάταξη του εξαρθρήματος.
Η διαγνωστική προσπέλαση συνήθως ολοκληρώνεται με Μαγνητική Τομογραφία ή Μαγνητική Αρθρογραφία για να εκτιμηθεί το είδος και το μέγεθος της βλάβης, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί άμεσα.

Στο ανώτερο τμήμα του επιχείλιου χόνδρου καταφύεται η μακρά κεφαλή του δικέφαλου βραχιονίου.